πορφυριανός

πορφυριανός
ο, ΝΜΑ [πορφύριος]
συν. στον πληθ. οι πορφυριανοί
οπαδοί τού νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου από την Τύρο κατά τον 4ο αιώνα, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα τού Ιησού Χριστού, ονομασία που αποδιδόταν και στους αρειανούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”